- φυρόμυαλος
- -η, -οαυτός που έχει μυαλό φυρό (βλ. λ.), ανόητος, που έχει λειψά τα μυαλά του, κουφιοκέφαλος, ελαφρόμυαλος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυρόμυαλος — η, ο, Ν αυτός τού οποίου έχει φυράνει το μυαλό, που μιλάει ή ενεργεί ανόητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυρώ / φυραίνω + μυαλος (< μυαλό), πρβλ. στενό μυαλος (βλ. και λ. φυρός)] … Dictionary of Greek
κουτός — ή, ό 1. ανόητος, μωρός 2. αφελής, απονήρευτος, απλοϊκός 3. φρ. «κάνω τον κουτό» προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε κατ απόσπαση από το σύνθ. κουτόμυαλος (< κοττό μυαλος < κοττός «πετεινός» + μυαλό), πρβλ. φυρός… … Dictionary of Greek
φυρομυαλίζω — και φυρομυαλιάζω Ν [φυρόμυαλος] αρχίζει να φυραίνει το μυαλό μου, να χάνω τις πνευματικές μου ικανότητες … Dictionary of Greek
φυρομυαλίζω — φυρομυάλισα, και φυρομυαλιάζω φυρομυάλιασα, αμτβ., είμαι ή γίνομαι φυρόμυαλος, καταντώ να έχω λειψά τα μυαλά μου, κλουβιαίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)